- δάγκειος
- ο см. δάγγειος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δάγκειος — ο μεταδοτική αρρώστια που εκδηλώνεται με υψηλό πυρετό και εξανθήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)